Lifepoint - Ιδέα – Σκέψη – Πράξη – Ζωή
  • Αρχική
  • Συμβουλευτική υποστήριξη
    • Ατομική
    • Δυαδική
    • Ομαδική
  • Επαγγελματικός προσανατολισμός
    • Έφηβοι
    • Αναπροσανατολισμός Ενηλίκων
  • E-dea
  • Παρουσίαση
    • Dr Λίνα Πατσιούρα
    • Δράσεις
  • Επικοινωνία
Lifepoint - Ιδέα – Σκέψη – Πράξη – Ζωή
+30 693 813 9082
info@lifepoint.gr
Αρχική
Συμβουλευτική υποστήριξη
    Ατομική
    Δυαδική
    Ομαδική
Επαγγελματικός προσανατολισμός
    Έφηβοι
    Αναπροσανατολισμός Ενηλίκων
E-dea
Παρουσίαση
    Dr Λίνα Πατσιούρα
    Δράσεις
Επικοινωνία
  • Αρχική
  • Συμβουλευτική υποστήριξη
    • Ατομική
    • Δυαδική
    • Ομαδική
  • Επαγγελματικός προσανατολισμός
    • Έφηβοι
    • Αναπροσανατολισμός Ενηλίκων
  • E-dea
  • Παρουσίαση
    • Dr Λίνα Πατσιούρα
    • Δράσεις
  • Επικοινωνία

«Βρες τα κίνητρά σου»

Home » Παλαιότερα άρθρα » «Βρες τα κίνητρά σου»

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ο Άρθουρ, φημισμένος συγγραφέας. Κι όμως ο ενθουσιασμός του μαραινόταν, οι συγγραφικές του προσπάθειες ήταν άκαρπες και όλα έμοιαζαν άχαρα και ανούσια. Και η κατάσταση του χειροτέρευε μέρα με την μέρα.
Τελικά αποφάσισε να δει ένα γιατρό. Ο γιατρός τον εξέτασε, δεν του βρήκε τίποτα σωματικό και είπε στον Άρθουρ ότι η θεραπεία του θα κρατούσε μόνο μια μέρα, αρκεί να ακολουθούσε τις οδηγίες που θα του έδινε.
Ο Άρθουρ συμφώνησε. Ο γιατρός του είπε ότι την επόμενη μέρα θα έπρεπε να την περάσει σε εκείνο το μέρος που ήταν ευτυχισμένος ως παιδί. Τα μόνα πράγματα που μπορούσε να πάρει μαζί του ήταν το φαγητό και το νερό του. Δεν επιτρεπόταν ούτε να γράψει, ούτε να μιλήσει, ούτε να διαβάσει, ούτε να γράψει, ούτε να ακούσει μουσική. Ο Άρθουρ συμφώνησε.
Του έγραψε τέσσερεις συνταγές, τις αρίθμησε και του είπε να ανοίξει την πρώτη στις 9 το πρωί, την άλλη στις 12 το μεσημέρι, την τρίτη στις 3 και την τελευταία στις 6 το απόγευμα.
Την άλλη μέρα ο Άρθουρ πήγε στην ακρογιαλιά που από παιδί λάτρευε.
Η ώρα ήταν ήδη 9. Άνοιξε την πρώτη συνταγή. Έγραφε μόνο δύο λέξεις: «ΑΦΟΥΓΚΡΑΣΟΥ ΠΡΟΣΕΚΤΙΚΑ». Πως θα μπορούσε να κάθεται να ακούει για τρεις ολόκληρες ώρες;»
Επειδή όμως είχε δεσμευτεί να ακολουθήσει τις οδηγίες του γιατρού, έκατσε να αφουγκραστεί.
Στην αρχή άκουγε τους ήχους της θάλασσας: τα κυματάκια που πηγαινοέρχονταν, ένα ελαφρύ βουητό από τον αέρα, τα κρωξίματα των γλάρων.
Όμως ξαπλώνοντας για να λιαστεί και καθώς ο τόπος τον βύθιζε μέσα του, άρχισε να ακούει τιτιβίσματα από πουλιά, ζουζουνίσματα από μέλισσες και ακόμα δυνατότερα από μπάμπουρες. Άρχισε να ξεχωρίζει πότε η θάλασσα πλησίαζε και πότε απομακρυνόταν από την ακρογιαλιά, από τον ήχο που έκανε το νερό καθώς σερνόταν πάνω στα βοτσαλάκια. Μετά άκουγε κι άλλα: στην αρχή ήταν αχνοί οι ήχοι και δεν μπορούσε να ξεχωρίσει αν ήταν ομιλίες η κάτι άλλο. Αλλά ήταν φωνές γνώριμες, φωνές άλλων ανθρώπων που συχνά ερχόταν μαζί τους σ’ αυτό το μέρος. Μέχρι και την φωνή της μαμάς του άκουσε να του μιλάει για τα κοχύλια που μάζευαν σχεδόν κάθε φορά μαζί. Αλήθεια τι είχαν γίνει όλα αυτά τα κοχύλια και οι ελαφρόπετρες. Δεν έβλεπε την ώρα να γυρίσει να τα ψάξει. Θυμόταν πως μερικά ήταν εντυπωσιακά.
Και καθώς χωνόταν όλο και περισσότερο στην γαλήνη άρχισε να σκέφτεται πόσες αξίες του είχε διδάξει η θάλασσα: την υπομονή, την δύναμη, την αλλαγή, την ομορφιά, την αποδοχή.
Και μετά έπαψε να ακούει ήχους και άρχισε να ακούει την σιωπή. Και θυμήθηκε την ιστορία με τους θεούς που έψαχναν, λέει, την σιωπή για να βρουν τον εαυτό τους κι άρχισαν να ψάχνουν δεξιά κι αριστερά και τίποτα, απάνω τίποτα, κάτω τίποτα, κι όπως πια δεν υπήρχε που να ψάξει κανείς μια σιωπή, άρχισαν να ψάχνονται μέσα τους κι άρχισαν να κοιτάνε μέσα τους, κι εκεί έψαξαν την σιωπή κι εκεί την βρήκαν, κι εκεί βρήκαν τον εαυτό τους κι εκεί ξαναβρήκαν τον δρόμο τους, οι πιο μεγάλοι θεοί, αυτοί που γέννησαν τον κόσμο , οι πρώτοι.
Κι αφού τέλειωσε να ακούει και τους ήχους και την σιωπή και ένιωσε την γλύκα την ησυχίας να απλώνεται μέσα του, τότε η ώρα είχε πάει 12 και τότε άνοιξε την δεύτερη συνταγή και διάβασε: «ΓΥΡΝΑ ΠΙΣΩ.». «Πίσω σε τι;»
Δηλαδή να γυρίσει πίσω στο σπίτι; Τι είναι τώρα αυτό; Παγίδα του γιατρού; Γρίφος; Αυτός δεν του είχε πει ότι και τις τέσσερεις συνταγές έπρεπε να τις ανοίξει στο ίδιο μέρος; Πίσω, μήπως, στο παρελθόν του; Να θυμηθεί; Να θυμηθεί. Αυτά που ξέχασε κι αυτά που όχι. Αυτά που γίνανε κι αυτά που νόμισε. Και θυμήθηκε, και θυμήθηκε …………………………………………………… και θυμήθηκε κι άλλα.
Θυμήθηκε την φορά που η θάλασσα του είχε πάρει την μπάλα του. Θυμήθηκε τα κλάματα, την απογοήτευση. Θυμήθηκε την μαμά του να του λέει ότι η θάλασσα θα την πάει σε άλλα παιδιά, σε άλλη ακρογιαλιά και ότι θα του φέρει κάποια μέρα μια άλλη μπάλα, χωρίς να το περιμένει. Θυμήθηκε ότι έμεινε κατάπληκτος, μαγεμένος σχεδόν, όταν μετά από δύο μέρες στην ίδια ακρογιαλιά το κύμα έβγαλε μια μπάλα καλοφουσκωμένη και γυαλιστερή, ακόμα πιο όμορφη και από την δικιά του χαμένη μπάλα.
Θυμήθηκε και τότε που του φύγανε τα μπρατσάκια γιατί τα χεράκια του ήτανε λεπτά. Θυμήθηκε να βουλιάζει και να παλεύει να βγει στην επιφάνεια. Θυμήθηκε τον μπαμπά του να τον αρπάζει και να τον τραβάει έξω. Πως κατάφερε να ξεπεράσει αυτόν τον τρόμο; Πως και δεν φοβάται την θάλασσα; Πως και λατρεύει τις βουτιές; Θυμήθηκε τα άλλα καλοκαίρια. Τότε που μόλις το κύμα ερχόταν από πίσω και τον κουκούλωνε λίγο, νόμιζε ότι χάνει τον κόσμο. Τότε που γέμιζε ένα μεγάλο κουβαδάκι με θαλασσινό νερό και βουτούσε το κεφάλι του μέσα, ξανά και ξανά. Δεκάδες φορές. Και μετά, στο κολυμβητήριο πια. Χρόνια είχανε περάσει. Θυμάται την προπονήτρια να τον μαλώνει γιατί στεκότανε και κοίταζε την πισίνα και δεν πηδούσε μέσα γρήγορα, όπως όλοι. Ούτε ακολουθούσε τις οδηγίες της να βουτάει το κεφάλι μέσα όταν κάνανε πρόσθιο. Κι όμως τα κατάφερε. Και χαμογελούσε.
Και θυμήθηκε πόσο δεν το βάζει κάτω και μάχεται και αφοσιώνεται και δεσμεύεται και θέλει να το κάνει αυτό που είναι κάθε φορά να γίνει. Κι ας φαίνεται ότι δεν γίνεται. Κι ας φοβάται.
Θυμήθηκε τόσες ευτυχισμένες στιγμές και τόσες μικρές χαρές. Και ένιωσε τόσο γεμάτος και τόσο ένας, ολόκληρος μέσα του.
Αλλά η ώρα είχε πάει κιόλας τρείς.
Άνοιξε την τρίτη συνταγή. Αυτή όμως ήτανε πραγματικά δύσκολη: «ΕΞΕΤΑΣΕ ΤΑ ΚΙΝΗΤΡΑ ΣΟΥ» έγραφε.
Τι επιδίωκε; Γιατί ένιωθε ότι κάθε κίνητρο που μπορούσε να σκεφτεί –ασφάλεια, επιτυχία, φήμη, κύρος, χρήματα- δεν έμοιαζε αρκετό; Ή κι αν κάποτε ήταν, τώρα γιατί δεν έφτανε;
Σκέφτηκε πολύ ώρα, περπάτησε την παραλία πέρα δώθε πολλές φορές, μουρμούρισε, ψιθύρισε, μονολόγησε δυνατά ψιλομαλώνοντας με το εαυτό του.
Μετά θυμήθηκε τι ήταν αυτό που του άρεσε τόσο πολύ σε κάποιους ανθρώπους: του άρεσε το πάθος τους, η ακεραιότητα τους που τους κρατούσε να μην καίγονται από το πάθος τους, η ανιδιοτέλεια που τους προστάτευε από τις σειρήνες.
Αν τα κίνητρα είναι λάθος, τίποτα δεν μπορεί να γίνει σωστά, σκέφτηκε. Ίσως εδώ να βρισκόταν η εξήγηση του αδιεξόδου του.
Να μοιράζεται, να δίνει χωρίς να περιμένει να πάρει από εκεί, να ωφελεί και όχι μόνο να λογαριάζει την δικιά του ωφέλεια. Αυτό του έλειπε. Αυτό ήθελε να κάνει. Αυτό ήθελε να είναι το κίνητρο του. ΗΘΕΛΕ ΝΑ ΠΑΨΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟΣ. Ωραία! Και τι να είναι λοιπόν; Τώρα είχε κολλήσει στην λέξη. Ποιος; Ο συγγραφέας!! Και σκέφτηκε ξανά και περπάτησε πέρα δώθε και μονολόγησε και μάλωσε με τον εαυτό του. Όχι για το κίνητρο. Αυτό το είχε βρει. Για την λέξη. Αφού όμως είχε κίνητρο και δεν έβρισκε λέξη, έφτιαξε την δικιά του λέξη. ΗΘΕΛΕ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΑΛΛΗΛΕΞΑΡΤΗΤΟΣ.
ΗΘΕΛΕ ΝΑ ΣΥΝΕΧΙΣΕΙ ΝΑ ΚΑΝΕΙ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΕΚΑΝΕ. ΝΑ ΤΟ ΚΑΝΕΙ ΟΣΟ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΓΙΝΟΤΑΝΕ ΚΑΙ ΝΑ ΤΟ ΜΟΙΡΑΖΕΤΑΙ ΜΕ ΑΛΛΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ
Όταν η ώρα πήγε 6, η τελευταία συνταγή δεν του πήρε πολύ ώρα για να την εφαρμόσει.
Έλεγε: «ΓΡΑΨΕ ΤΙΣ ΕΓΝΟΙΕΣ ΣΟΥ ΣΤΗΝ ΑΜΜΟ». Να φύγει ήθελε έτσι κι αλλιώς. Ήσυχα ένιωθε, γαλήνια ίσως όχι, αλλά ήσυχα. Όμως η τελευταία συνταγή έπρεπε να εφαρμοστεί κι αυτή. Πήρε λοιπόν ένα ξυλαράκι και έγραψε μερικές λέξεις πάνω στην άμμο. Ύστερα σηκώθηκε και έφυγε. Δεν στράφηκε να κοιτάξει πίσω. Ήξερε ότι σε λίγο θαρχόταν η παλίρροια να τα σβήσει.

Dr. Λίνα Πατσιούρα

(Εμπνευσμένο από το «Ο ερχομός της παλίρροιας / Με τα παραμύθια κοιμούνται τα παιδιά και ξυπνάνε οι μεγάλοι» του Jorge Bucay)

Lifepoint.gr @ 2014-2015

Facebook

Get the Facebook Likebox Slider Pro for WordPress